- εξελευθερικός
- ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξελευθερικοῖς — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελευθερικοί — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελευθερικοῦ — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελευθερικούς — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελευθερικόν — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)